- προσανατολιστής
- ο, Ν [προσανατολίζω]1. αυτός που δίνει τη σωστή κατεύθυνση2. στρ. (στο πυροβολικό) αξιωματικός ο οποίος έχει ως κύριο έργο την αναγνώριση τών θέσεων, τών δρομολογίων και τών παρατηρητηρίων τών πυροβολαρχιών τής μοίρας στην οποία ανήκει.
Dictionary of Greek. 2013.